λεβ

λεβ
το
νομισματική μονάδα τής Βουλγαρίας, που υποδιαιρείται σε 100 στοτίνκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλγ. leva, πληθ. τού lev «λιοντάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιβάνοφ, Λεβ Ιβάνοβιτς — (Lev Ivanovich Ivanov, Μόσχα 1834 – Πετρούπολη 1901). Ρώσος χορευτής και χορογράφος. Ως χορευτής, επέδειξε εξαιρετικό ταλέντο στους πιο διαφορετικούς ρόλους. Ήταν δάσκαλος από το 1858 στην αυτοκρατορική σχολή της Πετρούπολης και έγινε ο πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Κάμενεφ, Λεβ Μπορίσοβιτς — (Lev Borisovich Kamenev,Μόσχα 1883 – 1936). Ρώσος πολιτικός. Ήταν γιος Καυκάσιων Εβραίων της οικογένειας Ρόζενφελντ (Rozenfeld). Το 1901 έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Ήταν από τους πρώτους που προσχώρησαν στην μπολσεβικική παράταξη …   Dictionary of Greek

  • Κουλέσοφ, Λεβ Βλαντιμίροβιτς — (Lev Vladimirovich Kuleshov,Ταμπόβ 1899 – Μόσχα 1970). Ρώσος σκηνοθέτης και θεωρητικός του κινηματογράφου. Δάσκαλος του Βσεβολόντ Πουντόβκιν και του Σεργκέι Αϊζενστάιν, ασχολήθηκε πρώτος, σε θεωρητικό επίπεδο, με τη σημασία του μοντάζ σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Λαντάου, Λεβ Νταβίντοβιτς — (Lev Davidovich Landau, Μπακού 1908 – Μόσχα 1968). Ρώσος φυσικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη) το 1927, μετέβη αρχικά στην Κοπεγχάγη, όπου σπούδασε κοντά στον Νιλς …   Dictionary of Greek

  • Τρότσκι, Λεβ Νταβίντοβιτς — (Γιάνοβκα, Χερσών 1879 – Πόλη του Μεξικού 1940). Ρώσος πολιτικός, ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές της μπολσεβικικής επανάστασης του 1917. Το πραγματικό του όνομα ήταν Λέιμπα Μπρονστάιν. Γεννήθηκε από εβραϊκή οικογένεια, μεσαίας κοινωνικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια …   Dictionary of Greek

  • Алексакис, Орион Христофорович — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Алексакис. Орион Христофорович Алексакис (греч. Ωρίων Αλεξάκης Балаклава 1889  Чёрное море 1920)  российский революционер греческого происхождения, деятель Коминтерна. Погиб в …   Википедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ίμβηρις — ἴμβηρις (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔγχελυς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ίμβ ηρις η λ. ανάγεται σε IE *engw «φίδι, σκουλήκι» και προήλθε με τροπή τού ε σε ι προ ερρίνου και αιολική αντιπροσώπευση τού *gw ως β προ ι. Ο τ. ἴμβ ηρις εμφανίζει επίθημα ηρις (πρβλ. λέβ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”